ευρωτίαση

ευρωτίαση
η
σχηματισμός μούχλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρωτιώ. Η λέξη μαρτυρείται από το 1848 στο περιοδικό Αποθήκη τών ωφελίμων και τερπνών γνώσεων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐρωτιάσῃ — εὐρωτιά̱σῃ , εὐρωτιάω to be aor subj mid 2nd sg (attic doric) εὐρωτιά̱σῃ , εὐρωτιάω to be aor subj act 3rd sg (attic doric) εὐρωτιά̱σῃ , εὐρωτιάω to be fut ind mid 2nd sg (attic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζαχαρωτός — ή, ό 1. κατασκευασμένος από ζάχαρη, ζαχαρένιος 2. το ουδ. ως ουσ. το ζαχαρωτό γλύκισμα από ζάχαρη, ζαχαράτο 3. το θηλ. ως ουσ. η ζαχαρωτή η ευρωτίαση, αρρώστια τού μεταξοσκώληκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαχαρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο… …   Dictionary of Greek

  • μούχλιασμα — το [μουχλιάζω] 1. η κατάσταση και το αποτέλεσμα τού μουχλιάζω, κάλυψη από μούχλα, πάνιασμα, ευρωτίαση 2. μτφ. α) πνευματική ή σωματική νωθρότητα ή στασιμότητα, αδράνεια β) ηθική κατάπτωση, ηθική αποσύνθεση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”